Η Ιστορία της Κυρίας με τα Σχισμένα Ρούχα
Μια φορά κι έναν καιρό, μια ηλικιωμένη κυρία, με ρούχα που κουβαλούσαν το βάρος των χρόνων – ένα παλιό μάλλινο παλτό που μύριζε ναφθαλίνη και παπούτσια με φθαρμένο τακούνι – τόλμησε να περάσει την πόρτα του «Le Fleur», ενός εστιατορίου που έλαμπε από απέραντη πολυτέλεια.
Στην είσοδο, ο υπεύθυνος, ο κύριος Αλέξανδρος, ντυμένος με μια άψογη μαύρη στολή, την σταμάτησε με αυστηρότητα, αφήνοντας να εννοηθεί η δυσπιστία του:
— Κυρία μου, με όλο τον σεβασμό, οι τιμές εδώ… είναι εξαιρετικά υψηλές. Φοβάμαι πως το περιβάλλον είναι διαφορετικό από ό,τι έχετε συνηθίσει.
— Σας ευχαριστώ για την ανησυχία σας, — απάντησε εκείνη με μια γλυκιά, κουρασμένη φωνή, — έχω το απαραίτητο. Η επιθυμία είναι πιο δυνατή από τον φόβο.
Με βαριά καρδιά, την οδήγησαν σε ένα τραπέζι στην άκρη, σχεδόν κρυμμένο. Τα βλέμματα των άλλων πελατών, που απολάμβαναν το ακριβό τους γεύμα κάτω από τα κρυστάλλινα φωτιστικά, στράφηκαν πάνω της. «Μα τι βλέπουμε;» ψιθύριζαν, και το χρυσό μαχαιροπίρουνο έλαμπε πάνω στο αψεγάδιαστο λευκό τραπεζομάντηλο δίπλα της.
Όταν ο σερβιτόρος, ο Νίκος, στάθηκε δίπλα της, εκείνη σήκωσε το κεφάλι της.
— Θα ήθελα να μου φέρετε το πιο απλό και οικονομικό πιάτο που έχετε. Μια σούπα.
— Μια σούπα λαχανικών, η πιο λιτή μας επιλογή. Αλλά…
— Φέρτε μου τη σούπα, παιδί μου. Η ουσία μετράει, όχι η σάλτσα, — είπε, κλείνοντας το μενού.
Τότε ακριβώς, από ένα διπλανό τραπέζι με ακριβά κοστούμια, άρχισαν οι σπόντες. Ένας άντρας ξέσπασε σε δυνατό, ηχηρό γέλιο. «Μήπως έκανε λάθος το ταξί; Ήρθε η φτωχή συγγενής για σούπα!» Το χλευαστικό κύμα απλώθηκε στην αίθουσα.
Η Στιγμή της Αλήθειας και η Σιωπή της Ντροπής
Οι χλευασμοί συνέχισαν, μέχρι που ο Νίκος, με δάκρυα να μαζεύονται στα μάτια του, έσκυψε κοντά της.
— Κυρία μου, με συγχωρείτε, αλλά… ντρέπομαι βαθιά γι' αυτούς. Δεν τους αξίζει αυτό το μέρος.
Η γυναίκα χαμογέλασε.
— Μην ανησυχείς, αγόρι μου. Αυτό που μετράει είναι το όνειρο.
— Ποιο όνειρο; — ρώτησε ο Νίκος, σαστισμένος.
— Ο άντρας μου, — ψιθύρισε εκείνη, τα μάτια της θολώνοντας, — όταν ήμασταν νέοι, περνούσαμε πάντα απ’ έξω. Μου έλεγε: «Μια μέρα, αγάπη μου, θα μπούμε κι εμείς σε τέτοιο μέρος». Εκείνος έφυγε, και εγώ μάζεψα τα χρήματα για να πληρώσω αυτό το όνειρο, έστω και για μία μόνο, τελευταία φορά, με τη σούπα του. Ήταν το όνειρό μας.
Ο Νίκος πάγωσε. Ένιωσε σαν να είχε δει την αλήθεια πίσω από τις χρυσές κουρτίνες του εστιατορίου.
Η κυρία τελείωσε αργά τη σούπα της, μια σούπα πιο πολύτιμη από χρυσάφι. Έβγαλε το μικρό, φθαρμένο τσαντάκι και ζήτησε τον λογαριασμό.
Τότε συνέβη το πιο συγκινητικό:
Ο Νίκος πλησίασε ξανά, κρατώντας τρία διπλωμένα χαρτονομίσματα.
— Σήμερα, — είπε ψιθυριστά, — εγώ πληρώνω για το όνειρό σας, κυρία μου. Και σας εύχομαι να αισθάνεστε την αγάπη του δικού σας ανθρώπου κάθε στιγμή.
Η Αντίδραση και η Έξοδος: Η Βαθιά Σιωπή
Η αίθουσα, πριν λίγο γεμάτη από θόρυβο και σκληρότητα, βυθίστηκε σε μια βαθιά, αμήχανη σιωπή.
Οι πελάτες που γελούσαν (η παρέα με τα κοστούμια) κατέβασαν τα βλέμματα, νιώθοντας ξαφνικά το βάρος της δικής τους μικροπρέπειας. Ένας από αυτούς, ο πιο δυνατός στο γέλιο, έσφιξε τη χαρτοπετσέτα του, το πρόσωπό του είχε κοκκινίσει.
Ο κύριος Αλέξανδρος, ο υπεύθυνος, στεκόταν ακίνητος. Η αδιαφορία του είχε αντικατασταθεί από ένα αίσθημα ενοχής που τον έπνιγε. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε ότι το «Le Fleur» είχε χάσει την ψυχή του.
Η γυναίκα, με την αίσθηση της ολοκλήρωσης, ευχαρίστησε τον Νίκο. Το χαμόγελό της ήταν τώρα ελαφρύτερο, σαν να είχε αφήσει ένα βάρος.
Βγήκε αργά, με την ίδια ήρεμη αξιοπρέπεια που είχε μπει, αφήνοντας πίσω της μια ατμόσφαιρα που δεν ήταν πια γεμάτη χρυσό, αλλά ανθρωπιά. Για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ, οι ακριβοί πελάτες στα τραπέζια τους δεν μιλούσαν για τις μετοχές ή τις διακοπές τους, αλλά για την δύναμη ενός ονείρου που χωρούσε μέσα σε μια απλή σούπα. Η απουσία της γυναίκας ήταν πιο ηχηρή από την παρουσία της.


0 Σχόλια